Συγγνώμη που δε θα γράψω για «αγανακτισμένους» και «προβοκάτορες» και άλλα θέματα των ημερών.
Θα γράψω για έναν προβληματισμό μου :Ποια η φύση της οικονομικής κρίσης;
Το ερώτημα δεν είναι ακαδημαϊκό επειδή η σωστή ή λάθος απάντηση καθορίζει και μία αντίστοιχη στρατηγική διεξόδου.
Ο προβληματισμός μου εντάθηκε όταν διαπίστωσα πως είναι τόσο δύσκολο να συγκροτηθεί μία στρατηγική διεξόδου για την κρίση σε ευρωπαϊκό επίπεδο(δε συζητάμε σε ελληνικό επίπεδο…)
Γιατί να είναι τόσο δύσκολη η συγκρότηση μία στρατηγικής εξόδου;
Η απάντηση της ανικανότητας(πολιτικών ή/και οικονομολόγων) δε με καλύπτει. Μου φαίνεται πολύ προφανής για να είναι ουσιαστική.
Σκέφτομαι ότι η κρίση είναι πρωτοφανής στη φύση της και όχι στην ένταση της. Δεν έχει τη φύση του ’29 για αυτό και εμείς δε πρέπει να αντιγράφουμε τους σοσιαλιστές του ’30 ή να ζητάμε ένα νέο Ρούζβελτ και ένα νέο new deal με έργα, έργα, έργα… .
Ουσιαστικά υπάρχουν δύο εκδοχές για τη φύση της κρίσης. Ο κοινός παράγοντας και στους δύο είναι η επιβράδυνση της παραγωγικότητας.
Η πρώτη εκδοχή είναι αυτή της συμπίεσης κερδών(profit squeeze):Αντίφαση ανάμεσα στην επιβράδυνση της παραγωγικότητας και στη διατήρηση των ανοδικών τάσεων της αγοραστικής δύναμης. Τα κέρδη συνθλίβονται λόγω της αύξησης του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος.
Τι συνεπάγεται πολιτικά η εκδοχή αυτή; Agenda 2010 για τη Γερμανία και μνημόνιο για την Ελλάδα. Είναι μία πολιτική (επιβράδυνση αύξησης ή και πάγωμα άμεσων και έμμεσων μισθών)από την οποία δε λείπουν οι οικονομικές επιτυχίες. Με τρεις ενστάσεις: πρώτον, συνήθως είναι εξόχως ταξική πολιτική-δεύτερον, αποδίδει(όσο αποδίδει) σε ανεπτυγμένες παραγωγικά χώρες –τρίτον, δεν απαντά συνολικά σε διεθνές επίπεδο γιατί επιτάσσει την ανταγωνιστική μεταξύ κοινωνιών λιτότητα.
Το τελευταίο κατά τη γνώμη μου δεν είναι παρενέργεια αλλά ηθελημένη επιδίωξη. Μία Ευρώπη χωρίς οικονομική διακυβέρνηση πειθαναγκάζεται να παρακολουθεί το «συναγωνισμό στη λιτότητα», στο οποίο είναι μόνιμος πρωταθλητής η Γερμανία. Αυτό σε πολιτική « μετάφραση» σημαίνει πως όποιος (ΚΚΕ , ΣΥΡΙΖΑ , ΝΔ) αρνείται την οικονομική διακυβέρνηση στην ΕΕ επιθυμεί σε τελική ανάλυση την πολιτική της «ανταγωνιστικής λιτότητας»-γεγονός που προσωπικά δε με εκπλήσσει…
Επίσης, αφού δεν απαντά σε διεθνές επίπεδο δεν αποτελεί και έγκυρη διάγνωση της κρίσης.
Εξάλλου, στατιστικά στοιχεία (από το μακρινό ’70 ακόμα…) δείχνουν ότι σπανίως η αύξηση της αγοραστικής δύναμης γίνεται αυτόνομα από την αύξηση της παραγωγικότητας.
Συνεπώς, κατά τη γνώμη μου το profit squeeze είναι περισσότερη μία πολιτική οπτική, που αξιοποιεί επιμέρους οικονομικά γεγονότα παρά μία αξιόπιστη εκδοχή διάγνωσης της κρίσης.
Η δεύτερη εκδοχή, όχι πλήρης αλλά σχετικά πιο αξιόπιστη είναι αυτή που λαμβάνει υπόψη της το άλλο σκέλος της αποδοτικότητας του κεφαλαίου: Είναι η αύξηση του κεφαλαίου ανά απασχολούμενο σε όρους αξίας (σε μαρξιστική ορολογία, αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου). Δηλαδή, οι κατά καιρούς αυξήσεις της παραγωγικότητας δε μπορούν πια να αντισταθμίσουν την άνοδο της τεχνικής σύνθεσης του κεφαλαίου(τον όγκο πάγιου κεφαλαίου ανά απασχολούμενο).
Επειδή η πτώση της αποδοτικότητας του κεφαλαίου δεν οφείλεται , στην ανάγνωση αυτή, τόσο στην αύξηση των μισθών αλλά στη λόγω αύξησης των αποσβέσεων συμπίεση των κερδών, σε επιβράδυνση των επενδύσεων, σε περιορισμό των θέσεων εργασίας ανά επένδυση , πολιτικά η εκδοχή αυτή είναι λιγότερο επιρρεπής στην παρουσίαση «συνταγής επιτυχίας» αλλά πολύ περισσότερο ενδιαφέρουσα , αν κάποιος θέλει να μιλήσει για νέο μίγμα πολιτικής. Συνδυάζεται με μία διεθνή, σίγουρα ευρωπαϊκή , ει δυνατόν , παγκόσμια οικονομική διακυβέρνηση για να τηρηθεί σε συνολικό επίπεδο η θεσμική μορφή της λεγόμενης μονοπωλιακής ρύθμισης , που εισαγάγει το Κοινωνικό Κράτος και τους έμμεσους μισθούς , ως αντίβαρα αποτροπής στη «σπειροειδή ύφεση»- αλλά όχι πια σε εθνικό επίπεδο.
Συνδυάζεται επίσης, με την απαίτηση να υπάρξουν προγράμματα στοχευμένων αναπτυξιακών έργων , που θα τα χρηματοδοτεί η ΕΕ και θα κατευθύνονται στη δοκιμαζόμενη περιφέρεια της. Η κεντρική διαχείριση αυτών των προγραμμάτων από τα πιο κεντρικά όργανα της ΕΕ , δεν αποτελεί μία μείωση εθνικής κυριαρχίας των Νότιων αλλά μία άσκηση προοδευτικής διεθνούς οικονομικής διακυβέρνησης.
Πάντως, επειδή πολλοί μιλούν με όρους κρίσης του ΄29 , ας ξεκαθαρίσουμε πως εκείνη ήταν κρίση υπερπαραγωγής ενώ σήμερα , σε διεθνές επίπεδο , είναι κρίση αποδοτικότητας.
Και για όσους αγαπούν τα εύκολα σχήματα: Σήμερα πρέπει να προχωρήσουμε σε γιγάντια προγράμματα χρηματοδότησης επενδύσεων όχι κυρίως για να τονωθεί η κατανάλωση αλλά κυρίως για να διευκολυνθούν νέες πιο αποδοτικές, επενδύσεις…
Δημητρης Κατσαντωνης